- παραβιασμός
- παρα-βῐασμός, ὁ,A forcing of nature or law, Plu.2.1097f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβιασμός — ὁ, Α [παραβιάζω] ενέργεια αντίθετη προς το δίκαιο, τον νόμο ή τη φύση … Dictionary of Greek
παραβιασμοῖς — παραβιασμός forcing of nature masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)